No information available.
ψωμίω[ν] ὀψαρεικ[ῶν?] ὀψαρεικ[οῦ]? ὀψαρεικ[ῆς]? περσῆ ὀξυ[— — —] ναύλου ὀψαρεικ̣[ῶν?] ἰς οἶνον.
SEG 26, 176; 28, 368; 33, 139; 158; 47, 222;