No information available.
1 Λ(ούκιος) ∙ Αἴλ(ιος) ∙ Ἰουλιανὸς ∙ ὁ ἱερεύς, ἀρχιερεύς, κτίστης, φιλό[δο]- ξος, μετὰ καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ Ῥοτειλίου ∙ Λου- κίλλης καὶ τὰ ἀγάλματα ἀνέθηκαν ∙ τῇ γλυκυτά- τῃ πατρίδι.
IK 32; 59; 57, 19; 22; IK Pisidia 31; 33; SEG 37, 1175; 1185;
statuary